δασοφυλακείο

δασοφυλακείο
το
το φυλάκιο του δασοφύλακα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δασοφυλακείο — το το φυλάκιο τού δασοφύλακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασοφύλαξ ( ακος). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”